ζώνομαι

ζώνομαι
kuşanmak (silah vb. )

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζώνομαι — ζώνομαι, ζώστηκα, ζωσμένος βλ. πίν. 39 Σημειώσεις: ζώνομαι : δε χρησιμοποιείται συνήθως ως παθητικό του ζώνω, αλλά με την έννοια → φοράω στη μέση (άρματα, σπαθί κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… …   Dictionary of Greek

  • συζώννυμι — Α 1. ζώνω μαζί 2. μέσ. συζώννυμαι α) ζώνομαι β) ζώνομαι την πανοπλία μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ζώννυμι «ζώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συμπεριζώννυμαι — Α ζώνομαι κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιζώννυμαι «περικυκλώνομαι, ζώνομαι κυκλικά»] …   Dictionary of Greek

  • διαζωννύω — (AM διαζωννύω και διαζώννυμι) περισφίγγω, σφίγγω με ζώνη μσν. διαζώννυμι και διαζώννυμαι εξουσιάζω, κατέχω αρχή αρχ. 1. περικυκλώνω, περιζώνω 2. διαχωρίζω 3. μέσ. ζώνομαι στη μέση …   Dictionary of Greek

  • επαναζώννυμαι — ἐπαναζώννυμαι (Α) ζώνομαι, φορώ …   Dictionary of Greek

  • καταζώννυμι — (Α) 1. ζώνω σφιχτά 2. μέσ. καταζώννυμαι ζώνομαι από πάνω ώς κάτω σφιχτά …   Dictionary of Greek

  • λωρικοζωσμένος — και λουρικοζωσμένος, η, ον (Μ) αρματωμένος με θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώρικον «αλυσιδωτός θώρακας» + ζωσμένος, μτχ. παρακμ. τού ζώνομαι] …   Dictionary of Greek

  • περιζώνω — περιζώννυμι και περιζωννύω, ΝΜΑ 1. περιβάλλω με ζώνη, ζώνω ολόγυρα 2. κυκλώνω, περικυκλώνω («ο στρατός περιέζωσε την τοποθεσία») μσν. αρχ. 1. μέσ. περιζώννυμαι ζώνομαι ή ντύνομαι με κάτι («ἐσθῆτα περιεζώσατο» Πλούτ.) 2. φρ. «περιζώννυμαι δύναμιν» …   Dictionary of Greek

  • προαναζώννυμι — Α ζώνομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναζώννυμι «ζώνω εκ νέου»] …   Dictionary of Greek

  • συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”